-
1 отвращение
отвращение с η αποστροφή, η σιχαμάρα, η αηδία· питать \отвращение σιχαίνομαι· вызывать \отвращение προκαλώ αηδία* * *сη αποστροφή, η σιχαμάρα, η αηδίαпита́ть отвраще́ние — σιχαίνομαι
вызыва́ть отвраще́ние — προκαλώ αηδία
-
2 tiksinme
1. απέχθεια, σιχαμάρα, αποτροπω2. απέχθεια, σιχαμάρα -
3 мерзость
мерзостьж ἡ σιχαμάρα, ἡ βδελυγμία, ἡ ἀηδία. -
4 фу
фумежд1. (выражает досаду, презрение, отвращение) φτού!, φού!:фу, какая гадость! φτού σιχαμάρα!·2. (выражает усталость) ὁὔφ! -
5 мерзость
[μιέρζαστ'] ονσ. θ. σιχαμάρα -
6 мерзость
[μιέρζαστ'] ονσ. θ. σιχαμάρα -
7 неприглядность
-и θ.αηδία, σιχαμάρα. -
8 ikrah
αηδία, σιχαμάρα -
9 tiksinilme
αηδία, απέχθεια, σιχαμάρα
См. также в других словарях:
σιχαμάρα — η αηδία, σιχασιά: Τέτοια σιχαμάρα πρώτη φορά ένιωσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιχαμάρα — και συχαμάρα, η, Ν 1. το αίσθημα τής αηδίας, τής αποστροφής για κάποιον ή για κάτι 2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] … Dictionary of Greek
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
άσικχος — ἄσικχος, ον (Α) 1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό 2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»] … Dictionary of Greek
σικχασμός — ὁ, Α [σικχάζομαι] σιχαμάρα, σιχασιά … Dictionary of Greek
σικχότης — ητος, ἡ, Μ [σικχός] η ιδιότητα τού σικχού, το αίσθημα αηδίας, σιχαμάρα … Dictionary of Greek
σιχαμός — και συχαμός, ο, Ν 1. σιχαμάρα, σιχασιά, αηδία, αποστροφή 2. σιχαμερό πράγμα ή άτομο, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μός (πρβλ. πεθα μός)] … Dictionary of Greek
σιχασ(ι)ά — η / σικχασιά, ΝΑ, και συχασιά Ν [σιχαίνομαι / σικχαίνομαι] το αίσθημα αηδίας και αποστροφής, σιχαμάρα αρχ. η τάση για εμετό, ναυτία … Dictionary of Greek
συχαμάρα — η, Ν βλ. σιχαμάρα … Dictionary of Greek
αντιπάθεια — η αηδία, σιχαμάρα, μίσος: Αισθανόταν πάντα μεγάλη αντιπάθεια για τον άνθρωπο αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)