Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η σιχαμάρα

См. также в других словарях:

  • σιχαμάρα — η αηδία, σιχασιά: Τέτοια σιχαμάρα πρώτη φορά ένιωσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιχαμάρα — και συχαμάρα, η, Ν 1. το αίσθημα τής αηδίας, τής αποστροφής για κάποιον ή για κάτι 2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

  • άσικχος — ἄσικχος, ον (Α) 1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό 2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»] …   Dictionary of Greek

  • σικχασμός — ὁ, Α [σικχάζομαι] σιχαμάρα, σιχασιά …   Dictionary of Greek

  • σικχότης — ητος, ἡ, Μ [σικχός] η ιδιότητα τού σικχού, το αίσθημα αηδίας, σιχαμάρα …   Dictionary of Greek

  • σιχαμός — και συχαμός, ο, Ν 1. σιχαμάρα, σιχασιά, αηδία, αποστροφή 2. σιχαμερό πράγμα ή άτομο, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μός (πρβλ. πεθα μός)] …   Dictionary of Greek

  • σιχασ(ι)ά — η / σικχασιά, ΝΑ, και συχασιά Ν [σιχαίνομαι / σικχαίνομαι] το αίσθημα αηδίας και αποστροφής, σιχαμάρα αρχ. η τάση για εμετό, ναυτία …   Dictionary of Greek

  • συχαμάρα — η, Ν βλ. σιχαμάρα …   Dictionary of Greek

  • αντιπάθεια — η αηδία, σιχαμάρα, μίσος: Αισθανόταν πάντα μεγάλη αντιπάθεια για τον άνθρωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»